- περίπνευμα
- Όρος που χρησιμοποιείται από την απόκρυφη και θεοσοφική φιλολογία, για να δηλώσει μια υποτιθέμενη ψυχοφυσική πραγματικότητα, νοούμενη ως τρίτο συστατικό –παράλληλα με το πνεύμα ή ψυχή και το σώμα– της ανθρώπινης τονικότητας. Αντί του π. χρησιμοποιούνται επίσης οι εκφράσεις “αιθερικό σώμα”, “αστρικό σώμα”, “διπλό αιθερικό” κλπ. Σύμφωνα με τις πνευματιστικές απόψεις, το π. αποτελεί το περίβλημα του ίδιου του πνεύματος, και αν και είναι υλικό, βρίσκεται σε άφθαρτη κατάσταση πεμπτουσίας, εξαιτίας της οποίας –μετά τον θάνατο του σώματος– μένει στον τριδιάστατο κόσμο, απόλυτα άθικτο και μπορεί να κάνει αντιληπτή την επιβίωσή του κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες (π.χ. στις πνευματιστικές συνεδριάσεις).
* * *το, Ν(ως όρος τών πνευματιστών) περίβλημα το οποίο κατά τη διάρκεια τής ζωής χρησιμεύει ως σύνδεσμος μεταξύ τού πνεύματος και τού σώματος, ενώ μετά τον θάνατο περιβάλλει το σώμα τών νεκρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πνεύμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.